1. Λέξη
    γκρεμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γκρεμίσω - γκρεμίζω - γκρεμιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • αβύσσος
    • χαράδρα
    • γκρεμότομος
    3
  3. Αντώνυμα
    • επίπεδο έδαφος
    • ισοπεδονότητα
    • πεδιάδα
    3
  4. Ορισμός
    • Κάθετο ή πολύ απότομο βραχώδες ύψωμα.
    • Τοποθεσία με μεγάλη κάθετη πτώση στο έδαφος.
    • Συμβολικά, μια κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο οδηγός προσπάθησε να αποφύγει την πτώση του αυτοκινήτου στον γκρεμό.
    • Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν σαν να βρισκόταν στο χείλος ενός γκρεμού.
    • Ο γκρεμός ήταν τόσο απότομος που κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει την άκρη.
    3