Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρεμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γκρεμίσω
-
γκρεμίζω
-
γκρεμιστώ
)
Συνώνυμα
αβύσσος
χαράδρα
γκρεμότομος
3
Αντώνυμα
επίπεδο έδαφος
ισοπεδονότητα
πεδιάδα
3
Ορισμός
Κάθετο ή πολύ απότομο βραχώδες ύψωμα.
Τοποθεσία με μεγάλη κάθετη πτώση στο έδαφος.
Συμβολικά, μια κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο οδηγός προσπάθησε να αποφύγει την πτώση του αυτοκινήτου στον γκρεμό.
Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν σαν να βρισκόταν στο χείλος ενός γκρεμού.
Ο γκρεμός ήταν τόσο απότομος που κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει την άκρη.
3