Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λάσο (ρήμα) - (παρόμοια:
λάσι
-
γλάσο
-
λάσπη
)
Συνώνυμα
ξεχάσω
αφήσω
2
Αντώνυμα
θυμάμαι
ενθυμούμαι
2
Ορισμός
Να μην θυμάσαι κάτι ή να μην το έχεις πια στο μυαλό σου.
Να παραμελήσεις κάτι ή να μην το δώσεις την απαραίτητη προσοχή.
2
Παραδείγματα
Προσπάθησε να λάσεις τις κακές αναμνήσεις.
Μην λάσεις να πάρεις το βιβλίο σου από το σχολείο.
2