1. Λέξη
    λάσο (ρήμα) - (παρόμοια: λάσι - γλάσο - λάσπη)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχάσω
    • αφήσω
    2
  3. Αντώνυμα
    • θυμάμαι
    • ενθυμούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να μην θυμάσαι κάτι ή να μην το έχεις πια στο μυαλό σου.
    • Να παραμελήσεις κάτι ή να μην το δώσεις την απαραίτητη προσοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησε να λάσεις τις κακές αναμνήσεις.
    • Μην λάσεις να πάρεις το βιβλίο σου από το σχολείο.
    2