Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γνώρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γνώρισες
-
γύρισμα
-
γνώριμος
)
Συνώνυμα
χαρακτηριστικό
ιδιότητα
στοιχείο
3
Αντώνυμα
απουσία
έλλειψη
2
Ορισμός
Κάτι που διακρίνει ή χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση.
Ένα στοιχείο που βοηθά στην αναγνώριση ή στην περιγραφή κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Το γνώρισμα της ειλικρίνειας είναι σημαντικό στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ένα βασικό γνώρισμα αυτού του είδους είναι η ανθεκτικότητά του.
2