Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γοητευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
γοητευμένη
-
απογοητευμένος
-
ερωτευμένος
-
γοητευτικά
)
Συνώνυμα
μαγεμένος
γοητευτικός
συνεπαρμένος
γοητευμένος
4
Αντώνυμα
απογοητευμένος
αποστροφή
αηδιασμένος
3
Ορισμός
που έχει επηρεαστεί από γοητεία ή μαγεία
που έχει καταληφθεί από έντονο ενθουσιασμό ή θαυμασμό
που έχει απορροφηθεί από κάτι ελκυστικό
3
Παραδείγματα
Ο κόσμος ήταν γοητευμένος από την ομορφιά της σκηνής.
Έμεινα γοητευμένος από την ερμηνεία της.
2