1. Λέξη
    γοητευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: γοητευμένη - απογοητευμένος - ερωτευμένος - γοητευτικά)
  2. Συνώνυμα
    • μαγεμένος
    • γοητευτικός
    • συνεπαρμένος
    • γοητευμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • απογοητευμένος
    • αποστροφή
    • αηδιασμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει επηρεαστεί από γοητεία ή μαγεία
    • που έχει καταληφθεί από έντονο ενθουσιασμό ή θαυμασμό
    • που έχει απορροφηθεί από κάτι ελκυστικό
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κόσμος ήταν γοητευμένος από την ομορφιά της σκηνής.
    • Έμεινα γοητευμένος από την ερμηνεία της.
    2