1. Λέξη
    γραμματοκιβώτιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χρηματοκιβώτιο - γραμματίο - γραμματοσειρά - γραμμα)
  2. Συνώνυμα
    • ταχυδρομικό κουτί
    • κουτί αλληλογραφίας
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα κουτί ή θήκη όπου τοποθετούνται γράμματα ή άλλες αλληλογραφίες για αποστολή ή παραλαβή.
    • Μια θήκη σε ένα κτίριο ή σε δημόσιο χώρο όπου οι άνθρωποι μπορούν να αφήσουν ή να παραλάβουν αλληλογραφία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο για να το στείλει ο ταχυδρόμος.
    • Ο ταχυδρόμος άδειασε το γραμματοκιβώτιο και πήρε όλα τα γράμματα.
    2