Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γραμματοκιβώτιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρηματοκιβώτιο
-
γραμματίο
-
γραμματοσειρά
-
γραμμα
)
Συνώνυμα
ταχυδρομικό κουτί
κουτί αλληλογραφίας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κουτί ή θήκη όπου τοποθετούνται γράμματα ή άλλες αλληλογραφίες για αποστολή ή παραλαβή.
Μια θήκη σε ένα κτίριο ή σε δημόσιο χώρο όπου οι άνθρωποι μπορούν να αφήσουν ή να παραλάβουν αλληλογραφία.
2
Παραδείγματα
Έβαλα το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο για να το στείλει ο ταχυδρόμος.
Ο ταχυδρόμος άδειασε το γραμματοκιβώτιο και πήρε όλα τα γράμματα.
2