1. Λέξη
    γυμναστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γυμναστής - γυμναστική - δικαστήριο - εργαστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • αθλητικό κέντρο
    • γυμναστικός χώρος
    • προπονητήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανής χώρος
    • απραξία
    2
  4. Ορισμός
    • Χώρος όπου γίνονται αθλητικές δραστηριότητες και γυμναστική.
    • Κτίριο ή δωμάτιο ειδικά διαμορφωμένο για την άσκηση και την προπόνηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πηγαίνω στο γυμναστήριο κάθε απόγευμα για να κάνω προπόνηση.
    • Το νέο γυμναστήριο της πόλης είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα μηχανήματα.
    2