Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γυμναστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γυμναστής
-
γυμναστική
-
δικαστήριο
-
εργαστήριο
)
Συνώνυμα
αθλητικό κέντρο
γυμναστικός χώρος
προπονητήριο
3
Αντώνυμα
αδρανής χώρος
απραξία
2
Ορισμός
Χώρος όπου γίνονται αθλητικές δραστηριότητες και γυμναστική.
Κτίριο ή δωμάτιο ειδικά διαμορφωμένο για την άσκηση και την προπόνηση.
2
Παραδείγματα
Πηγαίνω στο γυμναστήριο κάθε απόγευμα για να κάνω προπόνηση.
Το νέο γυμναστήριο της πόλης είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα μηχανήματα.
2