Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εργαστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξεταστήριο
-
δικαστήριο
-
εργασία
-
γυμναστήριο
)
Συνώνυμα
εργαστήρι
εργαστηριακός χώρος
χώρος εργασίας
3
Αντώνυμα
αποθήκη
κατάστημα
γραφείο
3
Ορισμός
Χώρος όπου πραγματοποιούνται επιστημονικές ή τεχνικές εργασίες, πειράματα ή κατασκευές.
Τομέας ή τμήμα μιας επιχείρησης ή οργανισμού που ασχολείται με ερευνητικές ή τεχνικές δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Το εργαστήριο της φυσικής είναι εξοπλισμένο με τα τελευταία μοντέλα οργάνων.
Στο εργαστήριο της εταιρείας γίνονται συνεχώς καινοτόμες έρευνες.
2