1. Λέξη
    εργαστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξεταστήριο - δικαστήριο - εργασία - γυμναστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • εργαστήρι
    • εργαστηριακός χώρος
    • χώρος εργασίας
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποθήκη
    • κατάστημα
    • γραφείο
    3
  4. Ορισμός
    • Χώρος όπου πραγματοποιούνται επιστημονικές ή τεχνικές εργασίες, πειράματα ή κατασκευές.
    • Τομέας ή τμήμα μιας επιχείρησης ή οργανισμού που ασχολείται με ερευνητικές ή τεχνικές δραστηριότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το εργαστήριο της φυσικής είναι εξοπλισμένο με τα τελευταία μοντέλα οργάνων.
    • Στο εργαστήριο της εταιρείας γίνονται συνεχώς καινοτόμες έρευνες.
    2