Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικαστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δικαστής
-
δικαστώ
-
διυλιστήριο
-
δοκιμαστήριο
-
διαβατήριο
-
δραστήριος
-
δικαστικός
-
εργαστήριο
-
γυμναστήριο
-
εξεταστήριο
-
διοικητήριο
)
Συνώνυμα
δικαιοσύνη
δικαστική αρχή
δικαστική εξουσία
3
Αντώνυμα
αδικία
ανομία
2
Ορισμός
Το δικαστήριο είναι ένας θεσμός που έχει την εξουσία να αποφασίζει σε νομικές διαφορές και να εφαρμόζει τη δικαιοσύνη.
Το δικαστήριο μπορεί να αναφέρεται και στο κτίριο όπου διεξάγονται οι δίκες.
2
Παραδείγματα
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος.
Το νέο δικαστήριο της πόλης είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο.
2