1. Λέξη
    δαγκώνω (ρήμα) - (παρόμοια: δαγκώνομαι - δαγκώσω)
  2. Συνώνυμα
    • τσιμπάω
    • δαγκάζω
    • κατασπαράσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • χαλαρώνω
    • απελευθερώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να πιέζω ή να σφίγγω κάτι με τα δόντια, προκαλώντας πόνο ή ζημιά.
    • Να προκαλώ δυσφορία ή πόνο σε κάποιον, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος δάγκωσε το παιδί όταν προσπάθησε να τον χτυπήσει.
    • Η κριτική του δάγκωσε την ψυχή της, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
    2