Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαγκώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
δαγκώνω
-
δαγκώνομαι
)
Συνώνυμα
τσιμπώ
δαγκώνω
καταβροχθίζω
3
Αντώνυμα
αφήνω
απελευθερώνω
2
Ορισμός
Να πιέσω με τα δόντια κάτι με δύναμη.
Να προκαλέσω πόνο ή δυσφορία με το δάγκωμα.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος θα δαγκώσει αν τον ενοχλήσεις.
Πρόσεχε μην δαγκώσεις το στόμα σου ενώ μασάς.
2