Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαγκώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δαγκώνω
-
σηκώνομαι
-
τσακώνομαι
-
πλακώνομαι
-
χώνομαι
-
δίνομαι
-
δένομαι
-
δαγκώσω
-
διορθώνομαι
-
ξεσηκώνομαι
)
Συνώνυμα
τσιμπιέμαι
δαγκώνω
καταδύομαι
3
Αντώνυμα
αφήνω
ελευθερώνω
2
Ορισμός
Να πιάνω κάτι με τα δόντια με δύναμη.
Να προκαλώ πόνο ή ενόχληση με το δάγκωμα.
Μεταφορικά, να επηρεάζω αρνητικά κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος δαγκώθηκε στο πόδι μου όταν πέρασα δίπλα του.
Μην πλησιάζεις τη γάτα, μπορεί να δαγκωθείς.
Οι κριτικές δάγκωσαν την αυτοπεποίθησή του.
3