1. Συνώνυμα
    • τσιμπιέμαι
    • δαγκώνω
    • καταδύομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • ελευθερώνω
    2
  3. Ορισμός
    • Να πιάνω κάτι με τα δόντια με δύναμη.
    • Να προκαλώ πόνο ή ενόχληση με το δάγκωμα.
    • Μεταφορικά, να επηρεάζω αρνητικά κάποιον ή κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος δαγκώθηκε στο πόδι μου όταν πέρασα δίπλα του.
    • Μην πλησιάζεις τη γάτα, μπορεί να δαγκωθείς.
    • Οι κριτικές δάγκωσαν την αυτοπεποίθησή του.
    3