Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαιμονικό (επίθετο) - (παρόμοια:
δαιμονικός
-
δαιμονισμένος
)
Συνώνυμα
κακός
κακοποιός
εξωπραγματικός
3
Αντώνυμα
αγαθός
καλόβουλος
φιλάνθρωπος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με δαίμονες ή κακές δυνάμεις
που έχει κακόβουλη ή επικίνδυνη φύση
που χαρακτηρίζεται από υπερφυσικές ή κακόβουλες ενέργειες
3
Παραδείγματα
Η ταινία παρουσίαζε μια δαιμονική δύναμη που τρομοκρατούσε τους χαρακτήρες.
Έκανε μια δαιμονική γκριμάτσα που έκανε όλους να τρομάξουν.
Το σκηνικό ήταν γεμάτο από μια δαιμονική ατμόσφαιρα.
3