1. Λέξη
    δαιμονικό (επίθετο) - (παρόμοια: δαιμονικός - δαιμονισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κακός
    • κακοποιός
    • εξωπραγματικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγαθός
    • καλόβουλος
    • φιλάνθρωπος
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με δαίμονες ή κακές δυνάμεις
    • που έχει κακόβουλη ή επικίνδυνη φύση
    • που χαρακτηρίζεται από υπερφυσικές ή κακόβουλες ενέργειες
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ταινία παρουσίαζε μια δαιμονική δύναμη που τρομοκρατούσε τους χαρακτήρες.
    • Έκανε μια δαιμονική γκριμάτσα που έκανε όλους να τρομάξουν.
    • Το σκηνικό ήταν γεμάτο από μια δαιμονική ατμόσφαιρα.
    3