Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαιμονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σκονισμένος
-
κανονισμένος
-
δαιμονικό
-
συντονισμένος
-
δαιμονικός
-
συγκλονισμένος
)
Συνώνυμα
καταραμένος
μαγεμένος
ενοχλημένος
κακοποιημένος
4
Αντώνυμα
ευλογημένος
αγιασμένος
προστατευμένος
απαλλαγμένος
4
Ορισμός
Που έχει επηρεαστεί ή κατακλυστεί από δαιμονικές δυνάμεις.
Που φαίνεται να έχει υπερφυσικές ή κακές επιρροές.
Που βιώνει έντονη δυσφορία ή ταραχή, συχνά με υπερφυσική προέλευση.
3
Παραδείγματα
Το σπίτι φέρεται να είναι δαιμονισμένο και κανείς δεν τολμά να μείνει εκεί τη νύχτα.
Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται δαιμονισμένος από τις ενοχλήσεις που βιώνει.
Η δαιμονισμένη κούκλα έγινε θέμα συζήτησης σε όλη την πόλη.
3