1. Λέξη
    δαιμονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια: σκονισμένος - κανονισμένος - δαιμονικό - συντονισμένος - δαιμονικός - συγκλονισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • καταραμένος
    • μαγεμένος
    • ενοχλημένος
    • κακοποιημένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ευλογημένος
    • αγιασμένος
    • προστατευμένος
    • απαλλαγμένος
    4
  4. Ορισμός
    • Που έχει επηρεαστεί ή κατακλυστεί από δαιμονικές δυνάμεις.
    • Που φαίνεται να έχει υπερφυσικές ή κακές επιρροές.
    • Που βιώνει έντονη δυσφορία ή ταραχή, συχνά με υπερφυσική προέλευση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σπίτι φέρεται να είναι δαιμονισμένο και κανείς δεν τολμά να μείνει εκεί τη νύχτα.
    • Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται δαιμονισμένος από τις ενοχλήσεις που βιώνει.
    • Η δαιμονισμένη κούκλα έγινε θέμα συζήτησης σε όλη την πόλη.
    3