Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαιμονικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δαιμονικό
-
αρμονικός
-
δαιμονισμένος
-
φονικός
-
γονικός
-
δολοφονικός
-
πνευμονικός
)
Συνώνυμα
κακός
διαβολικός
σατανικός
κακοποιός
4
Αντώνυμα
αγγελικός
καλός
θεϊκός
αγνός
4
Ορισμός
που σχετίζεται με δαίμονες ή έχει χαρακτηριστικά δαίμονα
που είναι κακός, κακόβουλος ή επικίνδυνος
που έχει υπερφυσικές ή μαγικές ικανότητες
3
Παραδείγματα
Ο δαιμονικός χαρακτήρας του έκανε όλους να τον φοβούνται.
Μια δαιμονική ιδέα τον οδήγησε στην καταστροφή.
Η δαιμονική του εμφάνιση τρόμαξε τους παρευρισκόμενους.
3