1. Συνώνυμα
    • καθορίζομαι
    • ορίζομαι
    • προσδιορίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστος
    • αόριστος
    2
  3. Ορισμός
    • Καθορίζω με ακρίβεια τη θέση, τον ρόλο ή την ύπαρξη μου.
    • Προσδιορίζω με σαφήνεια τα όρια ή τις συνθήκες μου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο νέος υπάλληλος διορίστηκε στη θέση του διευθυντή.
    • Οι συνθήκες εργασίας διορίζονται από το συλλογικό συμβόλαιο.
    2