Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διορίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ορίζομαι
-
περιορίζομαι
-
ζορίζομαι
-
διαχειρίζομαι
-
διορίζω
-
καθορίζομαι
-
διορθώνομαι
-
προορίζομαι
-
διαγωνίζομαι
-
χωρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
δικάζομαι
-
ξυρίζομαι
-
διορία
-
γνωρίζομαι
-
διαβάζομαι
-
διασώζομαι
-
χειρίζομαι
-
δανείζομαι
-
στηρίζομαι
-
ισχυρίζομαι
)
Συνώνυμα
καθορίζομαι
ορίζομαι
προσδιορίζομαι
3
Αντώνυμα
απροσδιόριστος
αόριστος
2
Ορισμός
Καθορίζω με ακρίβεια τη θέση, τον ρόλο ή την ύπαρξη μου.
Προσδιορίζω με σαφήνεια τα όρια ή τις συνθήκες μου.
2
Παραδείγματα
Ο νέος υπάλληλος διορίστηκε στη θέση του διευθυντή.
Οι συνθήκες εργασίας διορίζονται από το συλλογικό συμβόλαιο.
2