1. Λέξη
    δανεικό (επίθετο) - (παρόμοια: δανεικός - δανειστώ)
  2. Συνώνυμα
    • δανειακός
    • δανειστικός
    • δανεισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυτοχρηματοδοτούμενος
    • ιδιόκτητος
    2
  4. Ορισμός
    • Που αφορά δάνειο ή σχετίζεται με αυτό.
    • Που προέρχεται από δάνειο ή έχει ληφθεί με δανεισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δανεικό κεφάλαιο έπρεπε να επιστραφεί σε δύο χρόνια.
    • Η εταιρεία χρησιμοποίησε δανεικά χρήματα για την επέκταση των δραστηριοτήτων της.
    2