Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δανεικό (επίθετο) - (παρόμοια:
δανεικός
-
δανειστώ
)
Συνώνυμα
δανειακός
δανειστικός
δανεισμένος
3
Αντώνυμα
αυτοχρηματοδοτούμενος
ιδιόκτητος
2
Ορισμός
Που αφορά δάνειο ή σχετίζεται με αυτό.
Που προέρχεται από δάνειο ή έχει ληφθεί με δανεισμό.
2
Παραδείγματα
Το δανεικό κεφάλαιο έπρεπε να επιστραφεί σε δύο χρόνια.
Η εταιρεία χρησιμοποίησε δανεικά χρήματα για την επέκταση των δραστηριοτήτων της.
2