1. Λέξη
    δανεικός (επίθετο) - (παρόμοια: δανεικό - δανειστώ - δικός)
  2. Συνώνυμα
    • δανειακός
    • εξαρτημένος
    • χρεωστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξάρτητος
    • αυτόνομος
    • ιδιόκτητος
    3
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με δάνειο ή χρέος.
    • Που βασίζεται ή εξαρτάται από κάτι άλλο.
    • Που έχει ληφθεί ως δάνειο ή έχει δανειστεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δανεικός πλούτος δεν διαρκεί για πάντα.
    • Η εταιρεία έχει δανεικά κεφάλαια για τη λειτουργία της.
    • Η γνώση του ήταν σε μεγάλο βαθμό δανεική από διάφορες πηγές.
    3