Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δανεικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δανεικό
-
δανειστώ
-
δικός
)
Συνώνυμα
δανειακός
εξαρτημένος
χρεωστικός
3
Αντώνυμα
ανεξάρτητος
αυτόνομος
ιδιόκτητος
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με δάνειο ή χρέος.
Που βασίζεται ή εξαρτάται από κάτι άλλο.
Που έχει ληφθεί ως δάνειο ή έχει δανειστεί.
3
Παραδείγματα
Ο δανεικός πλούτος δεν διαρκεί για πάντα.
Η εταιρεία έχει δανεικά κεφάλαια για τη λειτουργία της.
Η γνώση του ήταν σε μεγάλο βαθμό δανεική από διάφορες πηγές.
3