1. Λέξη
    δανειστώ (ρήμα) - (παρόμοια: δανεικό - δανεικός)
  2. Συνώνυμα
    • δανείζομαι
    • παίρνω δάνειο
    • χρησιμοποιώ δανεικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • δανείζω
    • δίνω δάνειο
    • προσφέρω δανεικά
    3
  4. Ορισμός
    • Να παίρνω κάτι (συνήθως χρήματα) με την υποχρέωση να το επιστρέψω, συχνά με τόκο.
    • Να χρησιμοποιώ κάτι που ανήκει σε άλλον για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αναγκάστηκα να δανειστώ χρήματα από την τράπεζα για να αγοράσω το σπίτι.
    • Μπορώ να δανειστώ το βιβλίο σου για λίγες μέρες;
    2