Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαχτυλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δαχτυλίδι
-
δαχτυλικός
)
Συνώνυμα
μικρό δάχτυλο
δάκτυλο
2
Αντώνυμα
μεγάλο δάχτυλο
αντίχειρας
2
Ορισμός
Το μικρότερο δάχτυλο του χεριού, συνήθως το πέμπτο.
Μικρό δάχτυλο, ιδιαίτερα του ποδιού.
2
Παραδείγματα
Το δαχτυλάκι της είναι τόσο μικρό που δεν χωράει το δαχτυλίδι.
Έσπασε το δαχτυλάκι του ενώ έπαιζε μπάλα.
2