Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δαχτυλίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δακτυλίδι
-
δαχτυλάκι
-
δαχτυλικός
)
Συνώνυμα
βέρα
περιδέραιο
διάδημα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κοσμήματος που φοριέται γύρω από το δάχτυλο, συνήθως κατασκευασμένο από μέταλλο και συχνά διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους.
Ένας κύκλος ή δακτύλιος που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς ή συμβολικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Της έδωσε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι ως δείγμα αγάπης του.
Το δαχτυλίδι του βασιλιά ήταν έργο τέχνης, διακοσμημένο με σμαράγδια και ρουμπίνια.
2