1. Λέξη
    δεξιότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιδεξιότητα - δεξιός - δημοσιότητα - ποιότητα - αγιότητα - ιδιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • επιδεξιότητα
    • ικανότητα
    • εξειδίκευση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδεξιότητα
    • ανικανότητα
    • απειρία
    3
  4. Ορισμός
    • η ικανότητα να εκτελεί κανείς μια ενέργεια με ακρίβεια και ευκολία
    • η ευχέρεια και η ταχύτητα στην εκτέλεση μιας δραστηριότητας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δεξιότητά του στα μαθηματικά τον έκανε να ξεχωρίσει.
    • Η δεξιότητα της μηχανικής απαιτεί πολλή εξάσκηση.
    2