Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεσμά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δεσμός
-
δεσμεύω
)
Συνώνυμα
δεσμοί
αλυσίδες
πεδάκια
3
Αντώνυμα
ελευθερία
απελευθέρωση
2
Ορισμός
Συνήθως πληθυντικός, οποιαδήποτε μέσα που χρησιμοποιούνται για να δέσουν ή να περιορίσουν κάποιον ή κάτι.
Μεταφορικά, οποιοδήποτε στοιχείο που περιορίζει την ελευθερία ή την κίνηση.
2
Παραδείγματα
Οι φυλακισμένοι έσπασαν τα δεσμά τους και δραπέτευσαν.
Τα δεσμά της παράδοσης τον εμπόδιζαν να ακολουθήσει τα όνειρά του.
2