Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δηλητηριάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
δηλητηριαστώ
-
δηλητηριώδης
-
δηλητηρίαση
-
δηλητηριασμένος
)
Συνώνυμα
δηλητηριώνω
φαρμακώνω
δολοφονώ
3
Αντώνυμα
θεραπεύω
γιατρεύω
σωματοποιώ
3
Ορισμός
Εκθέτω κάποιον ή κάτι σε δηλητήριο, προκαλώντας βλάβη ή θάνατο.
Μεταφορικά, προκαλώ βλάβη ή καταστροφή σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δολοφόνος δηλητηρίασε το ποτό του θύματος.
Η ρύπανση δηλητηριάζει το περιβάλλον.
2