Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δηλητηριασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δηλητηριαστώ
-
δηλητηριάζω
-
νευριασμένος
-
δηλητηριώδης
-
δηλώμένος
-
σκουριασμένος
)
Συνώνυμα
δηλητηριώδης
δηλητήριος
δηλητηριώδης
δηλητηριώδες
4
Αντώνυμα
αβλαβής
ακίνδυνος
αναίτιος
3
Ορισμός
που περιέχει δηλητήριο ή έχει επηρεαστεί από αυτό
που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή θάνατο λόγω της παρουσίας δηλητηρίου
που έχει δηλητηριαστεί, δηλαδή έχει εκτεθεί σε δηλητήριο
3
Παραδείγματα
Ο δηλητηριασμένος σκύλος χρειάστηκε άμεση ιατρική περίθαλψη.
Η δηλητηριασμένη τροφή προκάλεσε μαζική δηλητηρίαση.
Ο αγρότης βρήκε δηλητηριασμένα ποντίκια στο αχυρώνα του.
3