1. Λέξη
    δηλητηριώδης (επίθετο) - (παρόμοια: δηλητηριάζω - δηλητηριαστώ - μυστηριώδης - δηλητηρίαση - δηλητηριασμένος)
  2. Συνώνυμα
    • τοξικός
    • δυσμενής
    • επιβλαβής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβλαβής
    • ωφέλιμος
    • ακίνδυνος
    3
  4. Ορισμός
    • Που περιέχει δηλητήριο ή μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή θάνατο.
    • Που έχει αρνητικές ή επιζήμιες συνέπειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φίδι αυτή παράγει δηλητηριώδες δηλητήριο.
    • Οι δηλητηριώδεις σχόλιοι του επηρέασαν την ψυχολογία.
    2