1. Λέξη
    διάνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάνοια - ινδιάνα)
  2. Συνώνυμα
    • πριγκίπισσα
    • βασίλισσα
    • αρχόντισσα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλή γυναίκα
    • αγρότισσα
    • εργάτρια
    3
  4. Ορισμός
    • Μυθολογική ή ιστορική γυναίκα με υψηλή κοινωνική θέση, συχνά βασίλισσα ή πριγκίπισσα.
    • Γυναίκα με εξαιρετική ομορφιά, χαρισματική προσωπικότητα ή αριστοκρατική συμπεριφορά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Διάνα ήταν η πριγκίπισσα της Ουαλίας και αγαπήθηκε από πολλούς.
    • Με την κομψή της εμφάνιση και την ευγενική της συμπεριφορά, έμοιαζε με μια πραγματική διάνα.
    2