Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάνοια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διχόνοια
-
διάρροια
-
διάνα
-
άνοια
)
Συνώνυμα
νους
συλλογισμός
σκέψη
εξυπνάδα
4
Αντώνυμα
βλακεία
ηλιθιότητα
ανοησία
3
Ορισμός
Η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να καταλαβαίνει.
Ο τρόπος σκέψης ή η νοητική ικανότητα ενός ατόμου.
2
Παραδείγματα
Η διάνοιά του τον βοήθησε να λύσει το πρόβλημα γρήγορα.
Η διάνοια του συγγραφέα φαίνεται καθαρά στα έργα του.
2