1. Λέξη
    διάρκεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επάρκεια - διάρροια)
  2. Συνώνυμα
    • χρονική περίοδος
    • χρονική διάρκεια
    • χρονικό διάστημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • στιγμή
    • σύντομη στιγμή
    2
  4. Ορισμός
    • Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει κάτι ή διαρκεί μια κατάσταση.
    • Η χρονική έκταση μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διάρκεια της ταινίας ήταν τρεις ώρες.
    • Η διάρκεια της συνδιάσκεψης ήταν μεγαλύτερη από το αναμενόμενο.
    2