Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβατήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δικαστήριο
-
διαπιστευτήριο
-
διυλιστήριο
-
διοικητήριο
)
Συνώνυμα
ταξιδιωτικό έγγραφο
άδεια διέλευσης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από μια κυβέρνηση και χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του κατόχου του και την άδεια διέλευσης σε ξένες χώρες.
1
Παραδείγματα
Χρειάζεσαι διαβατήριο για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό.
Το διαβατήριό μου λήγει σε έξι μήνες.
2