1. Λέξη
    διαβατήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δικαστήριο - διαπιστευτήριο - διυλιστήριο - διοικητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • ταξιδιωτικό έγγραφο
    • άδεια διέλευσης
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από μια κυβέρνηση και χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του κατόχου του και την άδεια διέλευσης σε ξένες χώρες.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζεσαι διαβατήριο για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό.
    • Το διαβατήριό μου λήγει σε έξι μήνες.
    2