Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διυλιστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δικαστήριο
-
πειστήριο
-
διαβατήριο
-
λογιστήριο
)
Συνώνυμα
εξατμιστήρας
αποστακτήριο
αποστακτικό εργαστήριο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εγκατάσταση ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των συστατικών ενός υγρού μέσω της διύλισης.
Χώρος όπου πραγματοποιείται η διύλιση υγρών, όπως πετρελαίου ή αλκοόλης.
2
Παραδείγματα
Το διυλιστήριο πετρελαίου βρίσκεται έξω από την πόλη.
Στο διυλιστήριο παρασκευάζουν καθαρό οινόπνευμα από το κρασί.
2