1. Λέξη
    διυλιστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δικαστήριο - πειστήριο - διαβατήριο - λογιστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • εξατμιστήρας
    • αποστακτήριο
    • αποστακτικό εργαστήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Εγκατάσταση ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των συστατικών ενός υγρού μέσω της διύλισης.
    • Χώρος όπου πραγματοποιείται η διύλιση υγρών, όπως πετρελαίου ή αλκοόλης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το διυλιστήριο πετρελαίου βρίσκεται έξω από την πόλη.
    • Στο διυλιστήριο παρασκευάζουν καθαρό οινόπνευμα από το κρασί.
    2