Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβεβαίωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαβίωση
-
βεβαίωση
-
διαβεβαιώνω
-
επιβεβαίωση
)
Συνώνυμα
βεβαίωση
εξασφάλιση
επιβεβαίωση
3
Αντώνυμα
αμφισβήτηση
ανασκευή
αμφιβολία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβεβαιώνω, δηλαδή η βεβαίωση ή η επιβεβαίωση κάποιου γεγονότος ή πληροφορίας.
Μια επίσημη δήλωση ή έγγραφο που επιβεβαιώνει την αλήθεια ή την ορθότητα κάποιου πράγματος.
2
Παραδείγματα
Η διαβεβαίωση του γιατρού ότι η υγεία μου είναι καλή με καθησύχασε.
Πήρα μια διαβεβαίωση από την τράπεζα ότι η συναλλαγή ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
2