Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαβεβαιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βεβαιώνω
-
διαβεβαίωση
-
επιβεβαιώνω
)
Συνώνυμα
εξασφαλίζω
βεβαιώνω
επιβεβαιώνω
3
Αντώνυμα
αμφισβητώ
αναιρώ
απορρίπτω
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνω κάτι με σιγουριά και βεβαιότητα.
Εξασφαλίζω ότι κάτι είναι αληθινό ή σωστό.
2
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος διαβεβαίωσε τον πελάτη ότι η παραγγελία θα παραδοθεί εγκαίρως.
Ο δικηγόρος διαβεβαίωσε τον πελάτη του για την επιτυχία της υπόθεσης.
2