1. Συνώνυμα
    • βεβαιώνω
    • επικυρώνω
    • επισφραγίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αναιρώ
    • απορρίπτω
    • διαψεύδω
    3
  3. Ορισμός
    • Επιβεβαιώνω σημαίνει να δίνεις επιπλέον βεβαιότητα ή απόδειξη για κάτι που έχει ήδη ειπωθεί ή γίνει.
    • Να αποδεικνύεις ή να επισημαίνεις την αλήθεια ή την εγκυρότητα ενός γεγονότος ή μιας δήλωσης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι νέες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αρχικές υποψίες.
    • Ο υπουργός επιβεβαίωσε ότι η σύσκεψη θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα.
    2