Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επιβεβαιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιβεβαιώνομαι
-
βεβαιώνω
-
επιβιώνω
-
επιβεβαιωμένος
-
διαβεβαιώνω
-
επιβεβαίωση
)
Συνώνυμα
βεβαιώνω
επικυρώνω
επισφραγίζω
3
Αντώνυμα
αναιρώ
απορρίπτω
διαψεύδω
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνω σημαίνει να δίνεις επιπλέον βεβαιότητα ή απόδειξη για κάτι που έχει ήδη ειπωθεί ή γίνει.
Να αποδεικνύεις ή να επισημαίνεις την αλήθεια ή την εγκυρότητα ενός γεγονότος ή μιας δήλωσης.
2
Παραδείγματα
Οι νέες έρευνες επιβεβαίωσαν τις αρχικές υποψίες.
Ο υπουργός επιβεβαίωσε ότι η σύσκεψη θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα.
2