1. Λέξη
    διαιτητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διακινητής - διακοσμητής - φοιτητής)
  2. Συνώνυμα
    • κριτής
    • διαιτητής
    • αγωνοδίκης
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγωνιζόμενος
    • μέλος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που επιβλέπει και κρίνει σε αγώνες ή διαγωνισμούς.
    • Πρόσωπο που μεσολαβεί για την επίλυση διαφορών μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διαιτητής έδωσε πέναλτι υπέρ της γηπεδούχου ομάδας.
    • Οι δύο εταιρείες συμφώνησαν να διορίσουν έναν διαιτητή για να λύσουν τη διαφωνία τους.
    2