Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαιτητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διακινητής
-
διακοσμητής
-
φοιτητής
)
Συνώνυμα
κριτής
διαιτητής
αγωνοδίκης
3
Αντώνυμα
αγωνιζόμενος
μέλος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που επιβλέπει και κρίνει σε αγώνες ή διαγωνισμούς.
Πρόσωπο που μεσολαβεί για την επίλυση διαφορών μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών.
2
Παραδείγματα
Ο διαιτητής έδωσε πέναλτι υπέρ της γηπεδούχου ομάδας.
Οι δύο εταιρείες συμφώνησαν να διορίσουν έναν διαιτητή για να λύσουν τη διαφωνία τους.
2