Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακινδυνεύει (ρήμα) - (παρόμοια:
διακινδυνεύω
-
διακινώ
)
Συνώνυμα
ριψοκινδυνεύει
τολμά
προκαλεί
3
Αντώνυμα
φυλάσσεται
προφυλάσσεται
αποφεύγει
3
Ορισμός
Εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο ή ρίσκο.
Δρα με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα.
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής διακινδύνευσε τη ζωή του για να σώσει το παιδί.
Διακινδύνευσε την καριέρα του με αυτή την απόφαση.
2