1. Λέξη
    διακινδυνεύω (ρήμα) - (παρόμοια: διακινδυνεύει - κινδυνεύω - διακινώ)
  2. Συνώνυμα
    • ριψοκινδυνεύω
    • τολμώ
    • παραβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προφυλάσσομαι
    • αποφεύγω
    • φυλάγομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο ή σε επικίνδυνη κατάσταση.
    • Διατρέχω τον κίνδυνο να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
    • Παίρνω μεγάλα ρίσκα χωρίς να έχω εγγυήσεις για το αποτέλεσμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Διακινδύνευσε τη ζωή του για να σώσει το παιδί από τη φωτιά.
    • Δεν πρέπει να διακινδυνεύεις την υγεία σου για χάρη της δουλειάς.
    • Ο επιχειρηματίας διακινδύνευσε όλη του την περιουσία σε μια νέα επένδυση.
    3