Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακινδυνεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
διακινδυνεύει
-
κινδυνεύω
-
διακινώ
)
Συνώνυμα
ριψοκινδυνεύω
τολμώ
παραβάλλω
3
Αντώνυμα
προφυλάσσομαι
αποφεύγω
φυλάγομαι
3
Ορισμός
Εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο ή σε επικίνδυνη κατάσταση.
Διατρέχω τον κίνδυνο να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
Παίρνω μεγάλα ρίσκα χωρίς να έχω εγγυήσεις για το αποτέλεσμα.
3
Παραδείγματα
Διακινδύνευσε τη ζωή του για να σώσει το παιδί από τη φωτιά.
Δεν πρέπει να διακινδυνεύεις την υγεία σου για χάρη της δουλειάς.
Ο επιχειρηματίας διακινδύνευσε όλη του την περιουσία σε μια νέα επένδυση.
3