1. Λέξη
    διακινώ (ρήμα) - (παρόμοια: διακινητής - διακινδυνεύω - διακινδυνεύει)
  2. Συνώνυμα
    • μεταφέρω
    • εμπορεύομαι
    • κυκλοφορώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • κατέχω
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Μεταφέρω ή διανέμω παράνομα αγαθά ή πληροφορίες.
    • Επιμελούμαι την μετακίνηση ή διανομή προϊόντων, ιδίως παράνομων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εγκληματίες διακίνησαν ναρκωτικά μέσω των συνόρων.
    • Η εταιρεία διακινεί προϊόντα σε όλη την Ευρώπη.
    2