Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διακινώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διακινητής
-
διακινδυνεύω
-
διακινδυνεύει
)
Συνώνυμα
μεταφέρω
εμπορεύομαι
κυκλοφορώ
3
Αντώνυμα
κρατώ
κατέχω
διατηρώ
3
Ορισμός
Μεταφέρω ή διανέμω παράνομα αγαθά ή πληροφορίες.
Επιμελούμαι την μετακίνηση ή διανομή προϊόντων, ιδίως παράνομων.
2
Παραδείγματα
Οι εγκληματίες διακίνησαν ναρκωτικά μέσω των συνόρων.
Η εταιρεία διακινεί προϊόντα σε όλη την Ευρώπη.
2