1. Λέξη
    διακοσμητικό (επίθετο) - (παρόμοια: διακοσμητικός - διακοσμητής - διακριτικό)
  2. Συνώνυμα
    • στολιστικό
    • διακοσμητικό
    • καλλωπιστικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλό
    • ακατέργαστο
    • αδιακόσμητο
    3
  4. Ορισμός
    • που χρησιμεύει για διακόσμηση ή στολίδι
    • που έχει σχέση με τη διακόσμηση
    • που προορίζεται για καλλωπισμό
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το διακοσμητικό κουτί ήταν γεμάτο με χρωματιστά πέτρα.
    • Η διακοσμητική βάση έδινε μια πολυτελή αίσθηση στο δωμάτιο.
    • Χρησιμοποίησαν διακοσμητικά στοιχεία για να εμπλουτίσουν τον χώρο.
    3