Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
παραμορφώνω
-
μεταμορφώνω
-
διαμονή
)
Συνώνυμα
σχηματίζω
μορφοποιώ
δημιουργώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
αποδομώ
διαλύω
3
Ορισμός
Να δίνω σε κάτι μια συγκεκριμένη μορφή ή δομή.
Να αναπτύσσω ή να οργανώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο αρχιτέκτονας διαμόρφωσε το σχέδιο του κτιρίου με μεγάλη προσοχή.
Η εμπειρία της ζωής διαμορφώνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.
2