1. Λέξη
    διαμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια: παραμορφώνω - μεταμορφώνω - διαμονή)
  2. Συνώνυμα
    • σχηματίζω
    • μορφοποιώ
    • δημιουργώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • αποδομώ
    • διαλύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω σε κάτι μια συγκεκριμένη μορφή ή δομή.
    • Να αναπτύσσω ή να οργανώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αρχιτέκτονας διαμόρφωσε το σχέδιο του κτιρίου με μεγάλη προσοχή.
    • Η εμπειρία της ζωής διαμορφώνει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.
    2