1. Λέξη
    μεταμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια: μεταμορφώνομαι - διαμορφώνω - παραμορφώνω - μετανιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αλλάζω
    • μεταβάλλω
    • εξελίσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παγώνω
    • παραμένω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αλλάζω τη μορφή ή την ουσία κάποιου ή κάτι.
    • Να μεταβάλλω ριζικά την εμφάνιση ή τη φύση κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
    • Ο καλλιτέχνης μεταμόρφωσε τον κήπο σε έργο τέχνης.
    2