Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταμορφώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταμορφώνομαι
-
διαμορφώνω
-
παραμορφώνω
-
μετανιώνω
)
Συνώνυμα
αλλάζω
μεταβάλλω
εξελίσσω
3
Αντώνυμα
παγώνω
παραμένω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να αλλάζω τη μορφή ή την ουσία κάποιου ή κάτι.
Να μεταβάλλω ριζικά την εμφάνιση ή τη φύση κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
Ο καλλιτέχνης μεταμόρφωσε τον κήπο σε έργο τέχνης.
2