Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διανομή
-
δρομέας
)
Συνώνυμα
διανέμων
μοιραστής
κατανομητής
3
Αντώνυμα
συλλέκτης
αποδέκτης
2
Ορισμός
Αυτός που διανέμει ή μοιράζει κάτι σε διάφορα άτομα ή μέρη.
Συσκευή ή μηχανισμός που κατανέμει ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Ο διανομέας της εφημερίδας περνάει κάθε πρωί.
Ο διανομέας ρεύματος βρίσκεται στον κήπο.
2