1. Λέξη
    διανομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διανομή - δρομέας)
  2. Συνώνυμα
    • διανέμων
    • μοιραστής
    • κατανομητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • συλλέκτης
    • αποδέκτης
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που διανέμει ή μοιράζει κάτι σε διάφορα άτομα ή μέρη.
    • Συσκευή ή μηχανισμός που κατανέμει ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κ.λπ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διανομέας της εφημερίδας περνάει κάθε πρωί.
    • Ο διανομέας ρεύματος βρίσκεται στον κήπο.
    2