1. Λέξη
    διανομή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διανομέας - διαδρομή - διανύω - διανοητικά - διανοούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κατανομή
    • μοιρασιά
    • διαμοιρασμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκέντρωση
    • συσσώρευση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διανέμω, δηλαδή της κατανομής κάποιου πράγματος σε διάφορα άτομα ή μέρη.
    • Η διαδικασία με την οποία κάτι μοιράζεται ή κατανέμεται σε διάφορα μέρη ή άτομα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η διανομή των τροφίμων στους πληγέντες έγινε με οργανωμένο τρόπο.
    • Η διανομή των φυλλαδίων στους περαστικούς ήταν μέρος της καμπάνιας.
    2