Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανομή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διανομέας
-
διαδρομή
-
διανύω
-
διανοητικά
-
διανοούμαι
)
Συνώνυμα
κατανομή
μοιρασιά
διαμοιρασμός
3
Αντώνυμα
συγκέντρωση
συσσώρευση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διανέμω, δηλαδή της κατανομής κάποιου πράγματος σε διάφορα άτομα ή μέρη.
Η διαδικασία με την οποία κάτι μοιράζεται ή κατανέμεται σε διάφορα μέρη ή άτομα.
2
Παραδείγματα
Η διανομή των τροφίμων στους πληγέντες έγινε με οργανωμένο τρόπο.
Η διανομή των φυλλαδίων στους περαστικούς ήταν μέρος της καμπάνιας.
2