Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επιδρομέας
-
καταδρομέας
-
διανομέας
-
τομέας
)
Συνώνυμα
ταχυδρόμος
στιβαρέας
δρομέας αγώνων
3
Αντώνυμα
πεζοπόρος
βραδυπορία
2
Ορισμός
Άτομο που τρέχει, ειδικά σε αγώνες δρόμου.
Επαγγελματίας που μεταφέρει γράμματα ή μηνύματα τρέχοντας.
Πτηνό που ανήκει στην οικογένεια των δρομεϊδών, γνωστό για την ταχύτητά του.
3
Παραδείγματα
Ο δρομέας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι δρομείς μετέφεραν σημαντικά νέα από πόλη σε πόλη.
Ο δρομέας είναι ένα από τα ταχύτερα πουλιά στον κόσμο.
3