1. Λέξη
    δρομέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επιδρομέας - καταδρομέας - διανομέας - τομέας)
  2. Συνώνυμα
    • ταχυδρόμος
    • στιβαρέας
    • δρομέας αγώνων
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεζοπόρος
    • βραδυπορία
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που τρέχει, ειδικά σε αγώνες δρόμου.
    • Επαγγελματίας που μεταφέρει γράμματα ή μηνύματα τρέχοντας.
    • Πτηνό που ανήκει στην οικογένεια των δρομεϊδών, γνωστό για την ταχύτητά του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρομέας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι δρομείς μετέφεραν σημαντικά νέα από πόλη σε πόλη.
    • Ο δρομέας είναι ένα από τα ταχύτερα πουλιά στον κόσμο.
    3