1. Λέξη
    διανύω (ρήμα) - (παρόμοια: διαλύω - διαρρηγνύω - διανομή)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • τελειώνω
    • εκπληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρχίζω
    • ξεκινώ
    • διακόπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια πορεία.
    • Καταφέρνω να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο.
    • Περνάω από μια περίοδο ή μια εμπειρία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Διήνυσα με επιτυχία τη διαδρομή μου προς τον προορισμό.
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, διήνυσα όλη τη διαδικασία της αίτησης.
    • Ο ταξιδιώτης διήνυσε μεγάλες αποστάσεις για να φτάσει στο βουνό.
    3