Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διανύω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαλύω
-
διαρρηγνύω
-
διανομή
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
τελειώνω
εκπληρώνω
3
Αντώνυμα
αρχίζω
ξεκινώ
διακόπτω
3
Ορισμός
Ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια πορεία.
Καταφέρνω να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο.
Περνάω από μια περίοδο ή μια εμπειρία.
3
Παραδείγματα
Διήνυσα με επιτυχία τη διαδρομή μου προς τον προορισμό.
Μετά από πολλές προσπάθειες, διήνυσα όλη τη διαδικασία της αίτησης.
Ο ταξιδιώτης διήνυσε μεγάλες αποστάσεις για να φτάσει στο βουνό.
3