1. Λέξη
    διαρρηγνύω (ρήμα) - (παρόμοια: διανύω - διαρροή - διαρρέω)
  2. Συνώνυμα
    • σπάω
    • θρυμματίζω
    • κομματιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • συγκολλώ
    • ενώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να σπάσει σε κομμάτια με βίαιη κίνηση.
    • Καταστρέφω ή διαλύω κάτι πλήρως.
    • Επιφέρω ρήξη ή διαίρεση σε μια ομάδα ή σχέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο θυμός του τον έκανε να διαρρήξει το χαρτί στα δύο.
    • Η έκρηξη διαέρρηξε τα τζάμια των παραθύρων.
    • Οι διαφωνίες διαέρρηξαν την ομάδα σε δύο φατρίες.
    3