Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαρρηγνύω (ρήμα) - (παρόμοια:
διανύω
-
διαρροή
-
διαρρέω
)
Συνώνυμα
σπάω
θρυμματίζω
κομματιάζω
3
Αντώνυμα
επισκευάζω
συγκολλώ
ενώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να σπάσει σε κομμάτια με βίαιη κίνηση.
Καταστρέφω ή διαλύω κάτι πλήρως.
Επιφέρω ρήξη ή διαίρεση σε μια ομάδα ή σχέση.
3
Παραδείγματα
Ο θυμός του τον έκανε να διαρρήξει το χαρτί στα δύο.
Η έκρηξη διαέρρηξε τα τζάμια των παραθύρων.
Οι διαφωνίες διαέρρηξαν την ομάδα σε δύο φατρίες.
3