Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπερνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
διαπεράσω
-
περνώ
-
ξαναπερνώ
)
Συνώνυμα
διασχίζω
περάσω
διέρχομαι
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
μένω
3
Ορισμός
Περνώ μέσα από κάτι, διασχίζω.
Καταφέρνω να περάσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία.
2
Παραδείγματα
Το φως διαπερνά το γυαλί.
Διαπερνά τις δυσκολίες με υπομονή.
2