Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προσπερνώ
-
περνάω
-
περνάτε
-
ξεπερνώ
-
διαπερνώ
)
Συνώνυμα
διασχίζω
προχωρώ
περνάω
3
Αντώνυμα
σταματώ
μένω
2
Ορισμός
Να κινείσαι από ένα σημείο σε ένα άλλο, να διασχίζεις μια απόσταση.
Να συμβαίνει ή να λαμβάνει χώρα.
Να μεταφέρεσαι από μια κατάσταση ή θέση σε μια άλλη.
3
Παραδείγματα
Περνάω από το σπίτι σου κάθε πρωί.
Ο χρόνος περνάει γρήγορα.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε που τον είδα τελευταία φορά.
3