1. Λέξη
    διαπεράσω (ρήμα) - (παρόμοια: διαπερνώ - περάσω - ξεπεράσω)
  2. Συνώνυμα
    • διασχίζω
    • περνώ
    • διαβαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιούμαι
    • μένω
    3
  4. Ορισμός
    • Περνάω από τη μια πλευρά στην άλλη ενός χώρου ή εμποδίου.
    • Καταφέρνω να ολοκληρώσω μια δυσκολία ή πρόκληση.
    • Επιτυγχάνω να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι αναρριχητές κατάφεραν να διαπεράσουν το βράχο.
    • Με μεγάλη προσπάθεια, διαπέρασα τις δυσκολίες και πέτυχα τον στόχο μου.
    • Το φως διαπερνάει το γυαλί χωρίς κανένα πρόβλημα.
    3