Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπεράσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαπερνώ
-
περάσω
-
ξεπεράσω
)
Συνώνυμα
διασχίζω
περνώ
διαβαίνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητοποιούμαι
μένω
3
Ορισμός
Περνάω από τη μια πλευρά στην άλλη ενός χώρου ή εμποδίου.
Καταφέρνω να ολοκληρώσω μια δυσκολία ή πρόκληση.
Επιτυγχάνω να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Οι αναρριχητές κατάφεραν να διαπεράσουν το βράχο.
Με μεγάλη προσπάθεια, διαπέρασα τις δυσκολίες και πέτυχα τον στόχο μου.
Το φως διαπερνάει το γυαλί χωρίς κανένα πρόβλημα.
3