Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαπράττω (ρήμα) - (παρόμοια:
διαπράξω
-
πράττω
)
Συνώνυμα
εκτελώ
πραγματοποιώ
διαπράσσω
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
αποσιωπώ
3
Ορισμός
Εκτελώ μια πράξη, συνήθως με αρνητική σημασία.
Πραγματοποιώ κάτι, ιδιαίτερα κάτι παράνομο ή ανήθικο.
2
Παραδείγματα
Ο δράστης διαπράττει το έγκλημα κατά τις νυχτερινές ώρες.
Διαπράττουν αδικήματα εναντίον των αδυνάτων.
2