1. Λέξη
    διαπράξω (ρήμα) - (παρόμοια: διαταράξω - διαπράττω - διατάξω - πράξω)
  2. Συνώνυμα
    • εκτελώ
    • πραγματοποιώ
    • ολοκληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • ακυρώνω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να ολοκληρώσω μια πράξη ή μια διαδικασία.
    • Να κάνω κάτι, ιδιαίτερα κάτι παράνομο ή ανήθικο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δράστης διαπράττει το έγκλημα κατά τη νύχτα.
    • Πρέπει να διαπράξουμε ό,τι υποσχεθήκαμε.
    2